κουβαρίς

κουβαρίς
κουβαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος
ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε την ονομασία του επειδή κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το κουβάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τής σημασιολογικής του συγγένειας με το έντομο εξαιτίας τού χαρακτηριστικού του αυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”